I. lä·cher·lich [ˈlɛçɐlɪç] ΕΠΊΘ
1. lächerlich (albern):
2. lächerlich (geringfügig):
II. lä·cher·lich [ˈlɛçɐlɪç] ΕΠΊΡΡ (sehr)
- lächerlich
-
-
- lächerlich
-
- lächerlich
-
- lächerlich μειωτ
-
- lächerlich
-
- lächerlich μειωτ
-
- lächerlich
-
- lächerlich
-
- lächerlich
-
- lächerlich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.