I. ri·dicu·lous [rɪˈdɪkjələs] ΕΠΊΘ
1. ridiculous (comical):
2. ridiculous (inane):
3. ridiculous βρετ επιβεβαιωτ αργκ (incredible):
- ridiculous
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.