στο λεξικό PONS
as·pect [ˈæspekt] ΟΥΣ
1. aspect (point of view):
3. aspect (outlook):
4. aspect τυπικ (appearance):
- aspect
-
5. aspect no pl (countenance):
- aspect
-
- aspect
-
6. aspect ΓΛΩΣΣ:
- aspect
-
7. aspect ΑΣΤΡΟΛΟΓ:
- aspect
-
- aspect
- Planetenstellung θηλ
ˈcost as·pect ΟΥΣ
- cost aspect
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
yield aspect ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- yield aspect
- Renditeaspekt αρσ
cost aspect ΟΥΣ CTRL
- cost aspect
-
profitability aspect ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- profitability aspect
-
risk aspect ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- risk aspect
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
aspect ΟΥΣ
- aspect
-
- aspect
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.