as·per·ity [æsˈperəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ τυπικ
1. asperity no pl (severity):
2. asperity τυπικ (hardships):
- asperities pl
-
- asperities pl
- Strapazen pl
asperity ΟΥΣ
- asperity ΤΕΧΝΟΛ
- Unebenheit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.