Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
aspect [βρετ ˈaspɛkt, αμερικ ˈæspɛkt] ΟΥΣ
1. aspect (feature):
- aspect
- aspect αρσ
2. aspect (angle):
3. aspect (orientation):
5. aspect:
- aspect ΑΣΤΡΟΛΟΓ, ΓΛΩΣΣ
- aspect αρσ
- unconsidered species, aspect
-
- demonic aspect, person, power, etc
-
- troublesome aspect
-
στο λεξικό PONS
- aspect
- aspect
- orientation d'une maison
- aspect
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.