Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. dual [βρετ ˈdjuːəl, αμερικ ˈd(j)uəl] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- dual
- duel αρσ
II. dual [βρετ ˈdjuːəl, αμερικ ˈd(j)uəl] ΕΠΊΘ
- dual
-
dual carriageway ΟΥΣ βρετ
- dual carriageway
-
- dual carriageway
-
dual personality ΟΥΣ
- dual personality
-
dual nationality ΟΥΣ
- dual nationality
-
dual fuel system [ˈdjuːəlfjʊəl ˌsɪstəm] ΟΥΣ
-
- bicarburation θηλ
στο λεξικό PONS
dual [ˈdju:əl, αμερικ ˈdu:-] ΕΠΊΘ
- dual
-
dual [ˈdu· ə l] ΕΠΊΘ
- dual
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- dual nationality
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.