



-
- Aspekt-
-
- unter beruflichem Aspekt
-
- Aspekt αρσ <-(e)s, -e>
-
- Aspekt αρσ <-(e)s, -e>
-
- Aspekt αρσ <-(e)s, -e>
-
- Aspekt αρσ <-(e)s, -e>
- facet of a problem
- Aspekt αρσ <-(e)s, -e>
-
- wirtschaftlicher Aspekt
-
- Aspekt αρσ <-(e)s, -e>
-
- Aspekt αρσ <-(e)s, -e>
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.