Di·men·si·on <-, -en> [dimɛnˈzi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Dimension (Ausdehnung):
- Dimension
- dimension
2. Dimension πλ (Ausmaße):
- dimension of room
- Dimension θηλ <-, -en>
- dimension
- Dimension θηλ <-, -en>
- dimension
- Dimension θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.