I. er·öff·net ΡΉΜΑ
eröffnet μετ παρακειμ und 1. pers. ενικ von eröffnen
I. er·öff·nen* ΡΉΜΑ μεταβ
3. eröffnen (beginnen):
4. eröffnen χιουμ (mitteilen):
II. er·öff·nen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (sich bieten)
I. er·öff·nen* ΡΉΜΑ μεταβ
3. eröffnen (beginnen):
4. eröffnen χιουμ (mitteilen):
II. er·öff·nen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (sich bieten)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.