Held(in) <-en, -en> [hɛlt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Held (kühner Recke):
2. Held ΛΟΓΟΤ, ΚΙΝΗΜ (Hauptperson):
Hel·din <-, -nen> ΟΥΣ θηλ
Heldin θηλυκός τύπος: Held
Held(in) <-en, -en> [hɛlt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Held (kühner Recke):
2. Held ΛΟΓΟΤ, ΚΙΝΗΜ (Hauptperson):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.