I. klug <klüger, klügste> [klu:k] ΕΠΊΘ
1. klug:
2. klug ειρων (dumm):
-
- kluge [o. scharfsinnige] Bemerkung
-
- kluge Entscheidung
-
- klug <klüger, klügste>
-
- klug <klüger, klügste>
-
- kluge Schätzung
-
- klug <klüger, klügste>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.