στο λεξικό PONS
cen·sus [ˈsen(t)səs] ΟΥΣ
ˈcen·sus sur·vey ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- census survey
-
ˈcen·sus tak·er ΟΥΣ
- census taker
-
- national census
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
micro-census [maɪkrəʊˈsensəs]
- micro-census
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
traffic census ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
- traffic census
-
population census ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
- population census
-
enumeration district βρετ, census tract αμερικ ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, land use
census tract αμερικ, enumeration district βρετ ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, land use
- census tract
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.