στο λεξικό PONS
cen·sus [ˈsen(t)səs] ΟΥΣ
tract2 [trækt] ΟΥΣ
1. tract αμερικ:
2. tract ΑΝΑΤ (bodily system):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
census tract αμερικ, enumeration district βρετ ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, land use
enumeration district βρετ, census tract αμερικ ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, land use
- abgeschlossenes Gebiet ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- cenotaph
- censer
- censor
- censored
- censorious
- census tract
- cent
- centaur
- centenarian
- centenary
- centennial