στο λεξικό PONS
enu·mera·tion [ɪˌnju:mərˈeɪʃən, αμερικ ɪˌnu:məˈreɪ-] ΟΥΣ usu ενικ
- enumeration
-
- Aufzählung von Gründen, Namen a.
- enumeration
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
enumeration district βρετ, census tract αμερικ ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, land use
- enumeration district
-
census tract αμερικ, enumeration district βρετ ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, land use
- abgeschlossenes Gebiet ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
- enumeration district βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.