στο λεξικό PONS
Asset <-[s], -s> [ˈæsət] ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Asset (Anlageform)
- asset
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Asset ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
- Asset (Aktivposten)
- asset
Asset-Allocation ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- asset allocation
Asset-Management ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Asset-Management
- asset management
Asset-Sale ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Asset-Sale (Anlagenverkauf)
- asset sale
Asset-Stripping ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.