στο λεξικό PONS
Asset <-[s], -s> [ˈæsət] ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Asset Backed Securities ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset-Backed-Securities-Transaktion ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset-Backed-Securities-Programm ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.