στο λεξικό PONS
Ma·na·ger(in) <-s, -> [ˈmɛnɪʤɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Manager(in)
- manager
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Relationship Manager ΟΥΣ αρσ ΤΜΉΜ
- Relationship Manager
- relationship manager
Portefeuille-Manager ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Portefeuille-Manager
- portfolio manager
Lead Manager ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Lead Manager (federführende Bank)
- lead manager
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.