στο λεξικό PONS
I. jun·ior [ˈʤu:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΕΠΊΘ
II. jun·ior [ˈʤu:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΟΥΣ
1. junior no pl esp αμερικ (son):
2. junior (younger):
3. junior (low-ranking person):
- junior
-
- office junior
-
4. junior βρετ ΣΧΟΛ:
- junior
-
- junior
-
5. junior βρετ ΣΧΟΛ:
6. junior αμερικ ΠΑΝΕΠ:
- junior
-
7. junior ΝΟΜ:
- junior
-
of·fice ˈjun·ior ΟΥΣ βρετ
- office junior
-
- junior
- junior
- Junganwalt (-an·wäl·tin)
- junior
- Juniorpartner (-part·ne·rin)
- junior partner
-
- junior barrister
- Sekundararzt (-ärz·tin)
- junior doctor
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Seeking support for more than 200 individual projects
Unterstützung für mehr als 200 Einzelprojekte gesucht