στο λεξικό PONS
un·ter·ge·ord·net ΕΠΊΘ
1. untergeordnet (zweitrangig):
- untergeordnet
-
2. untergeordnet (subaltern):
- untergeordnet
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- untergeordnet
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
untergeordnet
- untergeordneter wartepflichtiger Verkehrsstrom ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-
- untergeordnetes Straßennetz ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- untergeordnete Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- untergeordnete Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- untergeordnete Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- to be subordinate to sth
- etw δοτ untergeordnet sein