στο λεξικό PONS
lead·er [ˈli:dəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. leader (head):
4. leader ΕΜΠΌΡ (best-selling product):
8. leader βρετ (editorial):
9. leader βρετ (in government):
10. leader ΚΙΝΗΜ, ΤΕΧΝΟΛ:
-
- Vorspannband ουδ
11. leader (row of dots):
in·dus·try ˈlead·er ΟΥΣ
mar·ket ˈlead·er ΟΥΣ
ˈloss-lead·er ΟΥΣ
-
- Lockartikel αρσ
con·sor·tium ˈlead·er ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
gang leader ΟΥΣ
par·ty ˈlead·er ΟΥΣ
-
- leaders
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
leader ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Spitzenreiter αρσ
syndicate leader ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
price leader ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Preisführer αρσ
market leader ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Marktführer αρσ
consortium leader ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
loss leader pricing ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.