 
  
  
  
 -  
-  Gutachter(in) αρσ θηλ
-  
-  Gutachter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-  
-  Gutachter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-  
-  Gutachter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-  expert [or professional][or skilled]witness
-  Gutachter(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
