στο λεξικό PONS


jour·nal [ˈʤɜ:nəl, αμερικ ˈʤɜ:r-] ΟΥΣ
1. journal:
2. journal (diary):
ˈhouse jour·nal ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
learn·ed ˈjour·nal ΟΥΣ
trade ˈjour·nal ΟΥΣ
-
- Handelsblatt ουδ


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
journal posting ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
journal entry ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
shipment journal ΟΥΣ handel
journal transaction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
year-end journal book ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
cash journal book ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
journal book account ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
remittance journal book ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
default journal book ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.