στο λεξικό PONS
in·ter·val [ˈɪntəvəl, αμερικ -t̬ɚ-] ΟΥΣ
1. interval (in space, time):
2. interval ΜΕΤΕΩΡ:
ˈin·ter·val train·ing ΟΥΣ no pl
interval ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
margining interval ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
confidence interval ΟΥΣ CTRL
planning interval ΟΥΣ CTRL
investment interval ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
disinvestment interval ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
confidence interval
counting interval ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
design interval ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
fixed interval service ΔΗΜ ΣΥΓΚ
green interval, green period ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.