στο λεξικό PONS
Zwi·schen·raum <-(e)s, -räume> ΟΥΣ αρσ
1. Zwischenraum (Lücke):
-
- Zwischenraum αρσ <-(e)s, -räume>
-
- Zwischenraum αρσ <-(e)s, -räume>
-
- Zwischenraum αρσ <-(e)s, -räume>
-
- Zwischenraum αρσ <-(e)s, -räume>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.