στο λεξικό PONS
I. quar·ter·ly [ˈkwɔ:təli, αμερικ ˈkwɔ:rt̬ɚ-] ΕΠΊΡΡ
- quarterly
-
II. quar·ter·ly [ˈkwɔ:təli, αμερικ ˈkwɔ:rt̬ɚ-] ΕΠΊΘ
III. quar·ter·ly [ˈkwɔ:təli, αμερικ ˈkwɔ:rt̬ɚ-] ΟΥΣ αμερικ ΟΙΚΟΝ
- quarterly
- Vierteljahr ουδ
- quarterly journal
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
quarterly ΕΠΊΡΡ ΛΟΓΙΣΤ
- quarterly
-
- quarterly
-
quarterly dividend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- quarterly dividend (Interimsdividende, Zwischendividende)
-
quarterly return ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- quarterly return
- Quartalsrendite θηλ
quarterly deduction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- quarterly deduction
- Quartalsabzug αρσ
quarterly amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- quarterly amount
- Quartalsbetrag αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.