στο λεξικό PONS
Grund·stück <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
1. Grundstück (Baugrundstück):
2. Grundstück (Anwesen):
- Verpfändung Grundstück, Haus
- mortgaging no άρθ, no πλ
- Abtretungsvertrag von Grundstück
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Grundstück ΟΥΣ ουδ ΑΚΊΝ
dienendes Grundstück phrase ΑΚΊΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.