στο λεξικό PONS
ju·di·cial [ʤu:ˈdɪʃəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- judicial
-
- judicial authorities/murder/reform
-
- judicial discretion
-
- judicial proceedings/system
-
- judicial review αμερικ
-
ju·di·cial ˈac·tion ΟΥΣ
- judicial action
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
judicial order for execution ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
extract from a judicial record ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.