στο λεξικό PONS
mu·tu·al [ˈmju:tʃu:əl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
mu·tu·al in·ˈsur·ance ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- mutual insurance
-
mu·tu·al ˈfund ΟΥΣ αμερικ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- mutual fund
-
mutual exclusion ΟΥΣ
- mutual masturbation
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mutual fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
mutual settlement ΟΥΣ handel
- mutual settlement
-
mutual fund sector ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
mutual fund market ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
mutual agreement [ˌmjuːtʃuələˈɡriːmənt]
- mutual agreement
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
mutual trust [ˈmjuːtʃuəlˌtrʌst] ΟΥΣ
- mutual trust
-
mutual dependency [ˌmjuːtʃuəldɪˈpendənsi] ΟΥΣ
- mutual dependency
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
mutual relationship
- mutual relationship
-
-
- mutual relationship
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.