Oxford Spanish Dictionary
mutual [αμερικ ˈmjutʃ(u)əl, βρετ ˈmjuːtʃʊəl, ˈmjuːtʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
1. mutual (reciprocal):
- mutual affection/loathing/respect/help
-
2. mutual (shared, common) προσδιορ:
- mutual friend/enemy
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.