στο λεξικό PONS
I. ge·gen·sei·tig [ˈge:gn̩zaitɪç] ΕΠΊΘ
II. ge·gen·sei·tig [ˈge:gn̩zaitɪç] ΕΠΊΡΡ
- sich αιτ [gegenseitig] hochschaukeln
-
-
- gegenseitiges Einvernehmen [o. Einverständnis]
-
- gegenseitiges [o. wechselseitiges] Verständnis
-
- gegenseitiges Misstrauen
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- gegenseitiges Einverständnis
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
gegenseitig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.