

- landesweit gültige Übereinkunft
-


-
- Übereinkunft θηλ <-, -künfte>
-
- stillschweigende Übereinkunft
-
- Übereinkunft θηλ <-, -künfte>
-
- wechselseitige Übereinkunft
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.