στο λεξικό PONS
Über·ein·kunft <-, -künfte> [y:bɐˈʔainkʊnft, πλ -kʏnftə] ΟΥΣ θηλ
- landesweit gültige Übereinkunft
-
-
- Übereinkunft θηλ <-, -künfte>
-
- stillschweigende Übereinkunft
-
- Übereinkunft θηλ <-, -künfte>
-
- wechselseitige Übereinkunft
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.