I. through·ˈout [θru:ˈaʊt] ΠΡΌΘ
1. throughout (all over in):
2. throughout (during the whole time):
II. through·ˈout [θru:ˈaʊt] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. throughout (in all parts):
-
- throughout Switzerland κατηγορ
-
- throughout Germany κατηγορ
-
- throughout the performance
-
- throughout Europe κατηγορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.