I. through·ˈout [θru:ˈaʊt] ΠΡΌΘ
II. through·ˈout [θru:ˈaʊt] ΕΠΊΡΡ
1. throughout (in all parts):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.