στο λεξικό PONS
fact [fækt] ΟΥΣ
1. fact no pl (truth):
- fact
-
- fact
-
- fact
-
2. fact (single truth):
ιδιωτισμοί:
ˈfact-check ΡΉΜΑ μεταβ
ˈfact-find·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
ˈfact-check·er ΟΥΣ
- fact-checker
-
ˈfact sheet ΟΥΣ
fact check ΟΥΣ
- fact check
- Faktencheck αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fact of irregularity ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- fact of irregularity
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.