στο λεξικό PONS
fact [fækt] ΟΥΣ
1. fact no pl (truth):
2. fact (single truth):
ιδιωτισμοί:
ˈfact sheet ΟΥΣ
ˈfact-find·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
ˈfact-check·er ΟΥΣ
ˈfact-check ΡΉΜΑ μεταβ
fact check ΟΥΣ
-
- Faktencheck αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fact of irregularity ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
nutrition facts
- nutrition facts
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.