στο λεξικό PONS
Auf·klä·rung <-, -en-> ΟΥΣ θηλ
1. Aufklärung (Erklärung):
- Aufklärung
-
- Aufklärung von Irrtum, Missverständnis
-
2. Aufklärung (Aufdeckung):
4. Aufklärung (sexuelle Information):
5. Aufklärung ΣΤΡΑΤ (Spionageabteilung):
- Aufklärung
-
6. Aufklärung ΦΙΛΟΣ:
- die Aufklärung
-
- geschlechtliche Aufklärung
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.