I. sach·lich [ˈzaxlɪç] ΕΠΊΘ
1. sachlich (objektiv):
2. sachlich (in der Angelegenheit begründet):
- sachlich
-
3. sachlich (schmucklos):
- sachlich
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.