I. kor·rekt [kɔˈrɛkt] ΕΠΊΘ
II. kor·rekt [kɔˈrɛkt] ΕΠΊΡΡ
1. korrekt (richtig):
- korrekt
-
2. korrekt (vorschriftsmäßig):
- sprachlich falsch/korrekt sein
-
-
- korrekt αργκ
-
- politisch korrekt
-
- korrekt
-
- korrekt
- punctilious in clothing
- korrekt
- punctilious in conduct
- korrekt
-
- korrekt
-
- korrekt
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.