punc·tili·ous [pʌŋkˈtɪliəs] ΕΠΊΘ also μειωτ τυπικ
1. punctilious (thorough):
2. punctilious (formal):
- punctilious in clothing
-
- punctilious in clothing
-
- punctilious in conduct
-
- punctilious in conduct
-
-
- punctilious
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.