I. förm·lich [ˈfœrmlɪç] ΕΠΊΘ
-
- förmlich τυπικ
-
- sehr förmlich τυπικ
-
- förmlich explodieren οικ
- punctiliously in conduct
- [übertrieben] förmlich a. μειωτ
- punctilious in conduct
- [übertrieben] förmlich a. μειωτ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.