I. sprach·lich ΕΠΊΘ
- sprachlich
-
II. sprach·lich ΕΠΊΡΡ
1. sprachlich ΓΛΩΣΣ:
- sprachlich
-
2. sprachlich (stilistisch):
- sprachlich
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.