I. sachlich ΕΠΊΘ
II. sachlich ΕΠΊΡΡ
1. sachlich (objektiv):
- sachlich
-
2. sachlich (die Sache betreffend):
- sachlich falsch, richtig
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.