στο λεξικό PONS
I. non·sense [ˈnɒnsən(t)s, αμερικ ˈnɑ:nsen-] ΟΥΣ no pl
1. nonsense (absurdity):
2. nonsense no pl (misbehaviour):
II. non·sense [ˈnɒnsən(t)s, αμερικ ˈnɑ:nsen-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. nonsense ΛΟΓΟΤ:
- nonsense
-
- nonsense rhyme
- Blödelreim αρσ
- arrant nonsense
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
nonsense mutation ΟΥΣ
- nonsense mutation
- Unsinnsmutation (vorzeitiges Stoppcodon)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.