στο λεξικό PONS
I. mo·bile1 [ˈməʊbaɪl, αμερικ ˈmoʊbəl] ΕΠΊΘ
1. mobile (able to move):
- mobile
-
2. mobile (flexible):
3. mobile (able to change):
4. mobile (changeable):
5. mobile (in a vehicle):
II. mo·bile1 [ˈməʊbaɪl, αμερικ ˈmoʊbəl] ΟΥΣ
mo·bile2 [ˈməʊbaɪl, αμερικ ˈmoʊbi:l] ΟΥΣ ΤΈΧΝΗ
- mobile
- Mobile ουδ <-s, -s>
prepaid mobile ΟΥΣ
- prepaid mobile
- Prepaidhandy ουδ
mo·bile ˈmes·sage ΟΥΣ
- mobile message
- Textnachricht θηλ
mo·bile ˈshop ΟΥΣ
- mobile shop
- Verkaufswagen αρσ
mo·bile ˈli·brary ΟΥΣ
- mobile library
- Fahrbücherei θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
mobile maintenance plant ΥΠΟΔΟΜΉ, transport safety
- mobile maintenance plant
-
-
- mobile maintenance plant
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.