στο λεξικό PONS
Bank·ge·schäf·te ΟΥΣ πλ
Bank·ge·sell·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Bank·ge·setz·ge·bung ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Bank·ge·setz ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Fir·men·bank·ge·schäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
Zug-um-Zug-Ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Ge·schäfts·trä·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Geschäftsinhaber(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bankgesetz ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Bankgeschäft ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Bankgeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Internetbankgeschäft ΟΥΣ ουδ E-COMM
Firmenbankgeschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Outright-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Revolving-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Hedge-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Geschäftsverkehr ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, öffentlicher Verkehr
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.