στο λεξικό PONS
I. IPO [ˌaɪpi:ˈəʊ, αμερικ -ˈoʊ] initial public offering ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- IPO
-
II. IPO [ˌaɪpi:ˈəʊ, αμερικ -ˈoʊ] initial public offering ΟΥΣ modifier
- IPO
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
IPO ΟΥΣ
IPO συντομογραφία: Initial Public Offering ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- IPO (Börsengang)
-
IPO business ΟΥΣ ΤΜΉΜ
-
- IPO-Geschäft ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.