στο λεξικό PONS
I. IPO [ˌaɪpi:ˈəʊ, αμερικ -ˈoʊ] initial public offering ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
II. IPO [ˌaɪpi:ˈəʊ, αμερικ -ˈoʊ] initial public offering ΟΥΣ modifier
I. mod·el [ˈmɒdəl, αμερικ ˈmɑ:d-] ΟΥΣ
1. model (representation):
2. model (example):
3. model (perfect example):
4. model (mannequin):
5. model (for painter):
II. mod·el [ˈmɒdəl, αμερικ ˈmɑ:d-] ΟΥΣ modifier
III. mod·el <-ll-> [ˈmɒdəl, αμερικ ˈmɑ:d-] ΡΉΜΑ μεταβ
1. model (make figure):
2. model (on computer):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
| I | model |
|---|---|
| you | model |
| he/she/it | models |
| we | model |
| you | model |
| they | model |
| I | modelled / αμερικ modeled |
|---|---|
| you | modelled / αμερικ modeled |
| he/she/it | modelled / αμερικ modeled |
| we | modelled / αμερικ modeled |
| you | modelled / αμερικ modeled |
| they | modelled / αμερικ modeled |
| I | have | modelled / αμερικ modeled |
|---|---|---|
| you | have | modelled / αμερικ modeled |
| he/she/it | has | modelled / αμερικ modeled |
| we | have | modelled / αμερικ modeled |
| you | have | modelled / αμερικ modeled |
| they | have | modelled / αμερικ modeled |
| I | had | modelled / αμερικ modeled |
|---|---|---|
| you | had | modelled / αμερικ modeled |
| he/she/it | had | modelled / αμερικ modeled |
| we | had | modelled / αμερικ modeled |
| you | had | modelled / αμερικ modeled |
| they | had | modelled / αμερικ modeled |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ion theory of excitation
- iota
- IOU
- IOW
- Iowan
- IPO Model
- ipso facto
- IQ
- IR
- IRA
- Iran