στο λεξικό PONS
fair·ness [ˈfeənəs, αμερικ ˈfer-] ΟΥΣ no pl
1. fairness (justice):
- fairness
- Fairness θηλ <->
- fairness
-
2. fairness of hair, skin:
- fairness
-
3. fairness απαρχ (beauty):
- fairness
-
- Fairness
- fairness no πλ
-
- fairness
-
- fairness
-
- fairness no άρθ, no πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.