An·ge·mes·sen·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Angemessenheit (angemessene Entsprechung):
2. Angemessenheit (passende Art):
- Angemessenheit
-
- Angemessenheit
-
-
- Angemessenheit θηλ
-
- Angemessenheit θηλ <->
-
- Angemessenheit θηλ <->
-
- Angemessenheit θηλ <->
-
- Angemessenheit θηλ <->
- suitability of clothes
- Angemessenheit θηλ <->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.