Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. mobile ΟΥΣ [βρετ ˈməʊbʌɪl, αμερικ ˈmoʊˌbil]
II. mobile ΕΠΊΘ [βρετ ˈməʊbʌɪl, αμερικ ˈmoʊbəl, ˈmoʊˌbaɪl]
1. mobile (moveable):
- mobile centre, unit, missile
- mobile
- mobile canteen, classroom
-
- mobile population, workforce
- mobile
2. mobile (expressive) μτφ:
- mobile features
- mobile
3. mobile (able to get around):
mobile communications ΟΥΣ ουσ πλ
- mobile communications
- téléphonie θηλ mobile
mobile telephony ΟΥΣ
- mobile telephony
- téléphonie θηλ mobile
στο λεξικό PONS
I. mobile [ˈməʊbaɪl, αμερικ ˈmoʊbəl] ΟΥΣ
1. mobile (telephone):
2. mobile (work of art):
- mobile
- mobile αρσ
digital mobile telephony ΟΥΣ
mobile2 [ˈmoʊ·bil] ΟΥΣ ΤΈΧΝΗ
- mobile
- mobile αρσ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
- fonctionnement mobile
- mobile operation
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.